Skip links

Ένας Τούρκος δεξιοτέχνης στο μουσικό σταυροδρόμι της Σμύρνης

Του Αλέξη Βάκη, ΔΙΦΩΝΟ

Αν επισκεφτεί κάποιος την ιστοσελίδα του ( http://www.muammerketencoglu.com ), θα μείνει κατάπληκτος από τον πλούτο των στοιχείων –σε πέντε γλώσσες: τουρκικά, αγγλικά, ελληνικά, γαλλικά και γερμανικά- που θα βρει για κείνον και τη δουλειά του. Ανήκει στη νεότερη γενιά των Τούρκων δεξιοτεχνών της παραδοσιακής μουσικής. Γεννήθηκε το 1964. Τα θεμέλια για την μουσική του εκπαίδευση ρίχτηκαν στο δημοτικό και αργότερα στο γυμνάσιο για τους τυφλούς. Εκεί ήταν που διάλεξε το ακορντεόν, που έκτοτε τον συνοδεύει ισοβίως. Σε ανύποπτο χρόνο μου πρωτομίλησαν γι’ αυτόν ο Γιώργος Κορδέλλας -που μου χάρισε και κάποιους δίσκους του- και ο Στέλιος Ελληνιάδης. Γοητεύτηκα τόσο, που άρχισα να ψάχνω μανιωδώς τις ηχογραφήσεις του, ενώ ταυτόχρονα αρχίσαμε να μιλάμε από το διαδίκτυο. Όταν πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε ο καινούργιος του δίσκος με τραγούδια της Σμύρνης, μια εξαιρετική έκδοση της Kalan Music που συνοδεύεται απο εκατοντασέλιδο βιβλίο με πληροφορίες, σκέφτηκα ότι θα ήταν ενδιαφέρουσα για τους αναγνώστες του ΔΙΦΩΝΟΥ μια συνομιλία μαζί του. Η συνέντευξη, που όπως καταλαβαίνετε έγινε με τη μορφή των ηλεκτρονικών ερωτήσεων και απαντήσεων, πραγματοποιήθηκε με την καταλυτική βοήθεια της συζύγου του, Deniz (στα ελληνικά σημαίνει Θάλασσα), την οποία και ευχαριστώ θερμά: 

–  Θα ήθελα κατ’ αρχάς να μας πείτε μερικά πράγματα για τον εαυτό σας και για την μέχρι σήμερα διαδρομή σας στη μουσική.

–  Πέρασα τα παιδικά μου χρόνια στο Tire, μια επαρχία της Σμύρνης. Οι πρώτες μουσικές που γέμισαν τα’ αυτιά μου ήταν τα παραδοσιακά τραγούδια των ζεϊμπέκηδων, καθώς και σκοποί του Αιγαίου. Όταν αργότερα βρέθηκα να σπουδάζω Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου, άρχισα ολοένα και περισσότερο να γοητεύομαι από τις λαϊκές μουσικές πολλών -και διαφορετικών- λαών του κόσμου. Τελικά, στη δεκαετία του ’90, αποφάσισα να εστιάσω στη μουσική της Ανατολίας και των Βαλκανίων. Είμαι δηλαδή ένας παθιασμένος λάτρης της παγκόσμιας παραδοσιακής μουσικής γενικά, αλλά και ειδικότερα της δυτικής Ανατολίας και των Βαλκανίων. Ο πρώτος μου δίσκος αποτελούνταν από παλιά και νεότερα ελληνικά τραγούδια και κυκλοφόρησε το 1993 με τον τίτλο Sevdali Kiyilar(Λατρεμένα Ακρογάλια). Ήταν το προοίμιο για δύο συλλογές με ρεμπέτικα (Rebetika και Rebetika ΙΙ) που κυκλοφόρησαν -το 1994 και το 1995 αντίστοιχα- από την Kalan. Από το 1996 άρχισα -με το συγκρότημα Muammer Ketencoglu & His Zeybek Ensemble– να κάνω συναυλίες, παίζοντας ρεμπέτικα, αλλά και την κοινή μουσική κληρονομιά της δυτικής Ανατολίας, που δημιούργησαν τόσο οι Έλληνες όσο και οι Τούρκοι. Το 2001 κυκλοφόρησε ο δίσκος Karanfilin Moruna- Anatolian Zeybeks, όπου χρησιμοποίησα τουρκικά αλλά και ελληνικά στοιχεία στις ενορχηστρώσεις. Κατόπιν έκανα δύο δίσκους με Βαλκανική μουσική, ενώ ο τελευταίος μου δίσκος κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 2008. Έχει τίτλο Izmir Hatirasi- Smyrna Recollections (Αναμνήσεις της Σμύρνης) και είναι αφιερωμένος στη μουσική της Σμύρνης πριν από το 1922. Περιέχει τραγούδια σε τρεις γλώσσες: την τουρκική, την ελληνική και την ισπανοεβραϊκή  (ladino).

– Επιτρέψτε μου να σας πω ότι πρόκειται για ένα δίσκο με ιδιαίτερο μουσικό ενδιαφέρον για το ελληνικό κοινό.

–  Χωρίς αμφιβολία, η Σμύρνη είναι ένα ιστορικό φαινόμενο. Κι αυτό οφείλεται στην πολυπολιτισμική κοινωνική δομή της. Αυτός ο δίσκος είναι ο πρώτος που κυκλοφόρησε ποτέ στην Τουρκία και που αποτελείται από παραδοσιακά μουσικά κομμάτια τριών πολιτισμών που συνηπήρξαν. Μιας και είμαι γεννημένος στη Σμύρνη και μου αρέσει πάντα να παίζω τα ρεμπέτικα, είχα την ευκαιρία να κάνω ένα τέτοιο δώρο σ’ όλους αυτούς που αγαπούν την παραδοσιακή μουσική.

– Πως τοποθετείτε μουσικά τον εαυτό σας σε σχέση με την παράδοση;

–  Είμαι ένας σύγχρονος λαϊκός μουσικός. Και ο σκοπός αυτής της εργασίας ήταν να υπενθυμίσω ότι στη Σμύρνη του παρελθόντος έζησαν άνθρωποι που έκαναν πραγματική μουσική. Δεν αισθάνομαι κοντά στις σύγχρονες μουσικές προσεγγίσεις γενικά. Προσπαθώ λοιπόν να είμαι πολύ προσεκτικός στο να κρατάω την μουσική παράδοση στην καθαρότερη μορφή της, ενώ προσθέτω την απλή εναρμόνιση και μια σχετικά σύγχρονη ερμηνεία.

– Μέχρι σήμερα, έχουμε δει Έλληνες και Τούρκους μουσικούς να παίζουν μαζί σε συναυλίες μόνον όταν αυτές είχαν παραδοσιακό και αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα. Η όταν το κοινωνικοπολιτικό μήνυμα για τη φιλία των λαών ήταν το προεξάρχον (για παράδειγμα, στις κοινές συναυλίες του Μίκη Θεοδωράκη με τον Zulfu Livaneli). Πιστεύετε ότι υπάρχουν περισσότεροι τρόποι για να συνεργαστούν μουσικά στο μέλλον οι Τούρκοι με τους Έλληνες;

–  Τέτοιες συνεργασίες ήταν επιτυχημένες σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Όμως δεν νομίζω ότι οι έλληνες και οι τούρκοι μουσικοί μπόρεσαν μέχρι τώρα να βρουν ένα τρόπο για κάτι πιο βαθύ και ισχυρό. Οι περισσότερες απ’ αυτές τις συνεργασίες είχαν περιορισμένο χρόνο για να γίνουν, δεν ήταν έτσι αρκετά ώριμες κατά τη γνώμη μου. Δεν  μου αρέσει να εμπλέκομαι σε καταστάσεις όπου η έννοια της συνεργασίας εξαντλείται στο να παίξουμε όλοι μαζί τρία- τέσσερα κοινά τραγούδια. Για να πω την αλήθεια, δεν έχω κιόλας τέτοια τραγούδια στο ρεπερτόριό μου. Αντίθετα, μου αρέσει να παρουσιάζω τις ομοιότητες, αλλά και τις διαφορές στις κλίμακες και τους ρυθμούς ανάμεσα στην ελληνική και την τουρκική μουσική. Οι μουσικοί από τις δύο χώρες πρέπει να δουλέψουν μαζί για να δημιουργήσουν μια μουσική που να συνδυάζει στοιχεία και από τους δύο πολιτισμούς.

–  Πιστεύετε ότι η μουσική είναι φτιαγμένη για να «ηρεμεί» η να «τρελαίνει» τους ανθρώπους. Το εννοώ από φιλοσοφική άποψη, βεβαίως.

–  Δεν νομίζω ότι η μουσική είναι φτιαγμένη για να υπηρετεί τις ανάγκες των ανθρώπων. Είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Μέσα στην ιστορία του πολιτισμού, όπως συμβαίνει και με τη λογοτεχνία η με το θέατρο, η μουσική είναι ένα απολύτως απαραίτητο μέρος της ανθρώπινης κουλτούρας. Στη σχέση ανάμεσα στον ακροατή και τη μουσική, η ψυχική ταύτιση παίζει έναν πολύ μεγάλο ρόλο. Σαν μουσικός, παίζω απλώς τη μουσική που αγαπώ και αφήνω τα υπόλοιπα στην εκτίμηση του ακροατή.

–  Η ανατολική παράδοση της μουσικής σπουδής βασίζεται περισσότερο στην προσωπική σχέση του μαθητή με το δάσκαλο, παρά στην «ωδειακή» εκπαίδευση που μάθαμε από τη Δύση. Δεν γνωρίζω αν υπάρχουν Μουσικά Σχολεία στην Τουρκία (υποθέτω αρκετά, όπως και στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια), θα ήθελα όμως τη γνώμη σας ως προς την παραγωγή καλών μουσικών μ’ αυτή τη διαδικασία, σε σύγκριση με τον παραδοσιακό τρόπο.

–  Από τη δική μου σκοπιά, αυτή του ανθρώπου που αγαπά την παραδοσιακή μουσική, ο παλιός τρόπος παραμένει πάντα ο καλύτερος, βγάζει καλύτερους μουσικούς. Κι’ αυτό γιατί οι σύγχρονες εκπαιδευτικές τεχνικές βοηθούν μεν το σπουδαστή να μάθει πολλά πράγματα, δεν είναι όμως τόσο επιτυχημένες στη διδασκαλία του «ύφους».

–  Αν δεν ήσασταν σολίστας του ακορντεόν, με ποιο άλλο όργανο θα σας άρεσε να ασχοληθείτε σοβαρά; Και γιατί;

–  Οι απόψεις μου σ’ αυτό που με ρωτάτε αλλάζουν από μέρα. Σήμερα, ας πούμε, θα ευχόμουν να έπαιζα κλαρίνο. Ο ήχος αυτού του οργάνου μου φαίνεται ο καλύτερος για να εκφράσεις συναισθήματα.

–  Περιγράψτε μας την προσωπική σας σχέση με τα τραγούδια του Στέλιου Καζαντζίδη.

–  Τα τραγούδια του Καζαντζιδη ήταν η πρώτη μου επαφή με την ελληνική μουσική, το 1974, μέσω ενός δίσκου 45 στροφών. Από τότε που πρωτοάκουσα εκείνο το δίσκο, οι ελληνικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί έγιναν οι αγαπημένοι των παιδικών μου χρόνων. Και χρωστάω την όποια διαδρομή μου στη μουσική σ’ εκείνες τις μέρες. Ήταν μια πολύ μεγάλη ευτυχία για μένα όταν είχα την ευκαιρία να τραγουδήσω με τη γυναίκα μου κάποια από τα τραγούδια του -μετά από 33 χρόνια- στην τηλεοπτική εκπομπή Στην Υγειά Μας.

–  Ονομάστε κάποιους Έλληνες μουσικούς, παλιότερους η νεότερους, των οποίων έχετε παρακολουθήσει συστηματικά την πορεία.

–  Θα ξεκινήσω με την παραδοσιακή μουσική: από τραγουδιστές, ο Δημήτρης Αραπάκης, ο Βασίλης Σταυρακάκης, η Ξανθίππη Καραθανάση, ο Γιάννης Καλαϊτζίδης (Bidayala), ο Γιώργος Παπασιδέρης, ο Παναγιώτης Λάλεζας, ο Γιώργος Αμαραντίδης, ο Βασίλης Σερμπέζης, Από οργανοπαίκτες, η οικογένεια Χαλκιά, ο Γρηγόρης Καψάλης, ο Δημήτρης Κοφτερός, ο Κυριάκος Γκουβέντας, ο Στέλιος Φουσταλιέρης, ο Νίκος Ξυλούρης. Τρέφω μεγάλο σεβασμό στις εργασίες της Δόμνας Σαμίου, του Λυκείου των Ελληνίδων, του Γιώργου Μελίκη και του Μάρκου Δραγούμη. Από τους συνθέτες του ρεμπέτικου, ο Κώστας Σκαρβέλης και ο Μάρκος Βαμβακάρης. Και από τους τραγουδιστές, ο Γιώργος Κάβουρας, η Ιωάννα Γεωργακοπούλου, η Πόλυ Πάνου, η Ρόζα Εσκενάζυ, η Μαρίκα Παπαγκίκα και ο Στράτος Παγιουμτζής. Φυσικά ο Βασίλης Τσιτσάνης, τόσο σαν παίκτης όσο και σαν συνθέτης. Στα νεότερα λαϊκά, ο Σταύρος Κουγιουμτζής και ο Μάνος Λοϊζος είναι οι αγαπημένοι μου συνθέτες. Είμαι επίσης φανατικός της Χαρούλας Αλεξίου και του Μανώλη Λιδάκη, ενώ λατρεύω τις παλιές δουλειές του Γιώργου Νταλάρα

–  Ποια είναι η κατάσταση στη σύγχρονη τουρκική δισκογραφία;

–  Στην Τουρκία σήμερα υπάρχει τόσο η εμπορική, όσο και η εναλλακτική δισκογραφία. Παραδόξως, αυτό που θα αποκαλούσαμε mainsteram δείχνει να είναι εξαφανισμένο.

–  Πότε σκοπεύετε να έρθετε ξανά στην Ελλάδα για συναυλίες;

–  Είναι πιθανό να δώσω συναυλίες στην Ικαρία και την Κοζάνη.